- σκυλάκι
- το1. μικρό σκυλί.2. είδος φυτού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκυλάκι — (antirrhinum majus). Φυτό, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι αντίρρινο. Πρόκειται για ποώδες φυτό της οικογένειας των Σηροφουλαριιδών. Εχει βλαστό όρθιο, ύψους 30 50 εκ., φύλλα λογχοειδή ακέραια, λεία, και άνθη αρκετά μεγάλα, με… … Dictionary of Greek
Σκύλακι — Σκύλαξ young dog masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύλακι — σκύλαξ young dog masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… … Dictionary of Greek
κοκόνι — το 1. σκυλάκι 2. μτφ. άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος … Dictionary of Greek
κουλουκιάζω — στριμώχνομαι σε μια θέση, μαζεύομαι σε μια γωνιά σαν σκυλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουλούκι] … Dictionary of Greek
κυνάριον — το (Α κυνάριον) σκυλάκι («προσάλλεσθαί σε δεήσει ὥσπερ τὰ κυνάρια», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + υποκορ. κατάλ. άριον] … Dictionary of Greek
κυνίδιον — κυνίδιον, τὸ (Α) [κύων] σκυλάκι, κουτάβι … Dictionary of Greek